διαφύομαι

διαφύομαι
(αποθ.) (ΑΝ)
φυτρώνω ανάμεσα
αρχ.
1. αναβλαστάνω
2. αποχωρίζομαι, εξαρθρώνομαι («διαφύντος ἑνός», Εμπ.)
3. (για χρόνο) παρεμβάλλομαι
4. είμαι διαφορετικός («διαπέφυκε ἀλλήλων», Φιλόστρατος)
5. είμαι στενά δεμένος με κάτι ή κάποιον («οὗτος μὲν οὖν εὐθὺς κατελθὼν διεπεφύκει τῆς τυραννίδος», Πλουτ.)
6. γνωρίζω κάτι
7. εγκαθίσταμαι σ' έναν τόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • διαφῦσαι — διαφύομαι germinate aor part act fem nom/voc pl διαφύομαι germinate aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφύηται — διαφύομαι germinate aor subj mid 3rd sg διαφύ̱ηται , διαφύομαι germinate pres subj mp 3rd sg διαφύσσω draw continually pres subj mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφυεῖς — διαφύομαι germinate aor subj pass 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφυῇ — διαφύομαι germinate aor subj pass 3rd sg διαφυή natural break fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφῦναι — διαφύομαι germinate aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφύντος — διαφύομαι germinate aor part act masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφύσει — διάφυσις germination fem nom/voc/acc dual (attic epic) διαφύσεϊ , διάφυσις germination fem dat sg (epic) διάφυσις germination fem dat sg (attic ionic) διαφύ̱σει , διαφύομαι germinate aor subj act 3rd sg (epic) διαφύ̱σει , διαφύομαι germinate fut… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαπεφυκυίαις — διαπεφῡκυί̱αις , διαφύομαι germinate perf part act fem dat pl διαπεφῡκυί̱ᾱͅς , διαφύομαι germinate perf part act fem dat pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαπεφυκυίας — διαπεφῡκυί̱ᾱς , διαφύομαι germinate perf part act fem acc pl διαπεφῡκυί̱ᾱς , διαφύομαι germinate perf part act fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαπεφυκότα — διαπεφῡκότα , διαφύομαι germinate perf part act neut nom/voc/acc pl διαπεφῡκότα , διαφύομαι germinate perf part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”